- εὐαπόνιπτος
- εὐ-από-νιπτος, u. εὐ-από-πλυτος, leicht abzuwaschen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευαπόνιπτος — εὐαπόνιπτος, ον (Α) αυτός που εύκολα απονίπτεται, καθαρίζεται, εξαλείφεται, ο ευεξάλειπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο νίζω ή μτγν. απο νίπτω «εκπλύνω»] … Dictionary of Greek
εὐαπονίπτων — εὐαπόνιπτος easy to wash off masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)